πελαήσιος

πελαήσιος
-α, -ο
βλ. πελαγήσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πελαγήσιος — και πελαήσιος, α, ο πελάγιος, τού πελάγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”